Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
ἀνάκλαστος
ἀνάκλαυσις
ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
ἀνακλητέον
View word page
ἀνάκλασις
a bending back, flexure

ShortDef

a bending back, flexure

Debugging

Headword:
ἀνάκλασις
Headword (normalized):
ἀνάκλασις
Headword (normalized/stripped):
ανακλασις
IDX:
5824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5825
Key:

Data

{'content': 'a bending back, flexure'}