Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυλλός2
μυλόδους
μυλοειδής
μυλόεις
μυλοεργής
μυλοκόπον
μυλοκόπος
μυλόομαι
μύλος
μυλουργός
μυλωθρέω
μυλωθριαῖος
μυλωθρικός
μυλωθρίς
μυλωθρός
μυλών
μυλωνάρχης
μυλωνικός
μῦμα
μυνάομαι
Μύνδιος
View word page
μυλωθρέω
grind

ShortDef

grind

Debugging

Headword:
μυλωθρέω
Headword (normalized):
μυλωθρέω
Headword (normalized/stripped):
μυλωθρεω
IDX:
58241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58242
Key:

Data

{'content': 'grind'}