Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
ἀνάκλαστος
ἀνάκλαυσις
ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
View word page
ἀνακλαίω
to weep aloud, burst into tears

ShortDef

to weep aloud, burst into tears

Debugging

Headword:
ἀνακλαίω
Headword (normalized):
ἀνακλαίω
Headword (normalized/stripped):
ανακλαιω
IDX:
5823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5824
Key:

Data

{'content': 'to weep aloud, burst into tears'}