Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύλλον
μύλλος
μυλλός
μυλλός2
μυλόδους
μυλοειδής
μυλόεις
μυλοεργής
μυλοκόπον
μυλοκόπος
μυλόομαι
μύλος
μυλουργός
μυλωθρέω
μυλωθριαῖος
μυλωθρικός
μυλωθρίς
μυλωθρός
μυλών
μυλωνάρχης
μυλωνικός
View word page
μυλόομαι
to be hardened, cicatrized
ShortDef
to be hardened, cicatrized
Debugging
Headword:
μυλόομαι
Headword (normalized):
μυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
μυλοομαι
IDX:
58238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58239
Key:
Data
{'content': 'to be hardened, cicatrized'}