Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύλινος
μυλίτης
μυλλαίνω
μύλλον
μύλλος
μυλλός
μυλλός2
μυλόδους
μυλοειδής
μυλόεις
μυλοεργής
μυλοκόπον
μυλοκόπος
μυλόομαι
μύλος
μυλουργός
μυλωθρέω
μυλωθριαῖος
μυλωθρικός
μυλωθρίς
μυλωθρός
View word page
μυλοεργής
worked in a mill, ground

ShortDef

worked in a mill, ground

Debugging

Headword:
μυλοεργής
Headword (normalized):
μυλοεργής
Headword (normalized/stripped):
μυλοεργης
IDX:
58235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58236
Key:

Data

{'content': 'worked in a mill, ground'}