Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
ἀνάκλαστος
ἀνάκλαυσις
ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
View word page
ἀνακλάζω
to cry aloud, scream out

ShortDef

to cry aloud, scream out

Debugging

Headword:
ἀνακλάζω
Headword (normalized):
ἀνακλάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακλαζω
IDX:
5822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5823
Key:

Data

{'content': 'to cry aloud, scream out'}