Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύλη
μυληβόρος
μυλήκορον
μυλητική
μυλήφατος
μυλίας
μυλιάω
μυλικός
μύλινος
μυλίτης
μυλλαίνω
μύλλον
μύλλος
μυλλός
μυλλός2
μυλόδους
μυλοειδής
μυλόεις
μυλοεργής
μυλοκόπον
μυλοκόπος
View word page
μυλλαίνω
distort the mouth, make mouths

ShortDef

distort the mouth, make mouths

Debugging

Headword:
μυλλαίνω
Headword (normalized):
μυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
μυλλαινω
IDX:
58227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58228
Key:

Data

{'content': 'distort the mouth, make mouths'}