Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύλαξ
Μυλασεύς
μυλεργάτης
μυλεύς
μύλη
μυληβόρος
μυλήκορον
μυλητική
μυλήφατος
μυλίας
μυλιάω
μυλικός
μύλινος
μυλίτης
μυλλαίνω
μύλλον
μύλλος
μυλλός
μυλλός2
μυλόδους
μυλοειδής
View word page
μυλιάω
to grind the teeth
ShortDef
to grind the teeth
Debugging
Headword:
μυλιάω
Headword (normalized):
μυλιάω
Headword (normalized/stripped):
μυλιαω
IDX:
58223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58224
Key:
Data
{'content': 'to grind the teeth'}