Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
Μυλασεύς
μυλεργάτης
μυλεύς
μύλη
μυληβόρος
μυλήκορον
μυλητική
μυλήφατος
μυλίας
μυλιάω
μυλικός
μύλινος
μυλίτης
μυλλαίνω
μύλλον
μύλλος
μυλλός
μυλλός2
View word page
μυλήφατος
bruised in a mill

ShortDef

bruised in a mill

Debugging

Headword:
μυλήφατος
Headword (normalized):
μυλήφατος
Headword (normalized/stripped):
μυληφατος
IDX:
58221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58222
Key:

Data

{'content': 'bruised in a mill'}