Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
Μυλαί
Μυλαῖος
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
Μυλασεύς
μυλεργάτης
μυλεύς
μύλη
μυληβόρος
μυλήκορον
View word page
μυλαῖος
working in a mill

ShortDef

of Mylae
working in a mill

Debugging

Headword:
μυλαῖος
Headword (normalized):
μυλαῖος
Headword (normalized/stripped):
μυλαιος
IDX:
58209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58210
Key:

Data

{'content': 'working in a mill'}