Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύκλα
μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
Μυλαί
Μυλαῖος
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
Μυλασεύς
μυλεργάτης
μυλεύς
μύλη
μυληβόρος
View word page
Μυλαῖος
of Mylae
ShortDef
of Mylae
working in a mill
Debugging
Headword:
Μυλαῖος
Headword (normalized):
μυλαῖος
Headword (normalized/stripped):
μυλαιος
IDX:
58208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58209
Key:
Data
{'content': 'of Mylae'}