Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μύκλα
μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
Μυλαί
Μυλαῖος
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
μύλαξ
Μυλασεύς
View word page
μυκτηριστής
sneerer, mocker

ShortDef

sneerer, mocker

Debugging

Headword:
μυκτηριστής
Headword (normalized):
μυκτηριστής
Headword (normalized/stripped):
μυκτηριστης
IDX:
58204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58205
Key:

Data

{'content': 'sneerer, mocker'}