Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύκηρος
μύκης
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μύκλα
μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
μυκτηριστής
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
Μυλαί
Μυλαῖος
μυλαῖος
μυλακρὶς
μύλακρος
μυλαλγία
View word page
μυκτήρισμα
turning up the nose, sneering
ShortDef
turning up the nose, sneering
Debugging
Headword:
μυκτήρισμα
Headword (normalized):
μυκτήρισμα
Headword (normalized/stripped):
μυκτηρισμα
IDX:
58202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58203
Key:
Data
{'content': 'turning up the nose, sneering'}