Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μυκαλησσός
μυκάμων
μυκάομαι
μυκηδόν
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνη
Μυκήνηθεν
μύκηρος
μύκης
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μύκλα
μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
μυκτηρισμός
View word page
μύκης
a mushroom

ShortDef

a mushroom

Debugging

Headword:
μύκης
Headword (normalized):
μύκης
Headword (normalized/stripped):
μυκης
IDX:
58193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58194
Key:

Data

{'content': 'a mushroom'}