Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μυκάλη
Μυκαλησσός
μυκάμων
μυκάομαι
μυκηδόν
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνη
Μυκήνηθεν
μύκηρος
μύκης
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μύκλα
μυκόομαι
μυκτήρ
μυκτηρίζω
μυκτήρισμα
View word page
μύκηρος
almond
ShortDef
almond
Debugging
Headword:
μύκηρος
Headword (normalized):
μύκηρος
Headword (normalized/stripped):
μυκηρος
IDX:
58192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58193
Key:
Data
{'content': 'almond'}