Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυιοκέφαλον
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυΐσκη
Μυκάλη
Μυκαλησσός
μυκάμων
μυκάομαι
μυκηδόν
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνη
Μυκήνηθεν
μύκηρος
μύκης
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
μύκλα
View word page
μύκημα
a lowing, bellowing, roaring

ShortDef

a lowing, bellowing, roaring

Debugging

Headword:
μύκημα
Headword (normalized):
μύκημα
Headword (normalized/stripped):
μυκημα
IDX:
58188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58189
Key:

Data

{'content': 'a lowing, bellowing, roaring'}