Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυιοθήρας
μυιοκέφαλον
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυΐσκη
Μυκάλη
Μυκαλησσός
μυκάμων
μυκάομαι
μυκηδόν
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνη
Μυκήνηθεν
μύκηρος
μύκης
μυκητής
μυκητίας
μυκητικός
μυκήτινος
View word page
μυκηθμός
a lowing, bellowing

ShortDef

a lowing, bellowing

Debugging

Headword:
μυκηθμός
Headword (normalized):
μυκηθμός
Headword (normalized/stripped):
μυκηθμος
IDX:
58187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58188
Key:

Data

{'content': 'a lowing, bellowing'}