Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
View word page
ἀνακίδωτος
pointless

ShortDef

pointless

Debugging

Headword:
ἀνακίδωτος
Headword (normalized):
ἀνακίδωτος
Headword (normalized/stripped):
ανακιδωτος
IDX:
5815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5816
Key:

Data

{'content': 'pointless'}