Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
View word page
ἀνακίδναμαι
spread upwards
ShortDef
spread upwards
Debugging
Headword:
ἀνακίδναμαι
Headword (normalized):
ἀνακίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
ανακιδναμαι
IDX:
5814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5815
Key:
Data
{'content': 'spread upwards'}