Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυελώδης
μυέω
μυζάω
μύζησις
μυζητής
μύζουρις
μύζω
μύζω2
μύησις
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθηγορέω
μυθήρια
μυθητής
μυθιάζομαι
μυθίζω
μυθικός
μυθιστορία
μυθιστορικός
μυθογραφέω
View word page
μύθευμα
a story told, tale
ShortDef
a story told, tale
Debugging
Headword:
μύθευμα
Headword (normalized):
μύθευμα
Headword (normalized/stripped):
μυθευμα
IDX:
58137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58138
Key:
Data
{'content': 'a story told, tale'}