Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυελοτρεφής
μυελώδης
μυέω
μυζάω
μύζησις
μυζητής
μύζουρις
μύζω
μύζω2
μύησις
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθηγορέω
μυθήρια
μυθητής
μυθιάζομαι
μυθίζω
μυθικός
μυθιστορία
μυθιστορικός
View word page
μυθέομαι
to say, speak
ShortDef
to say, speak
Debugging
Headword:
μυθέομαι
Headword (normalized):
μυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
μυθεομαι
IDX:
58136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58137
Key:
Data
{'content': 'to say, speak'}