Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυελόομαι
μυελοποιός
μυελός
μυελοτρεφής
μυελώδης
μυέω
μυζάω
μύζησις
μυζητής
μύζουρις
μύζω
μύζω2
μύησις
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθηγορέω
μυθήρια
μυθητής
μυθιάζομαι
μυθίζω
View word page
μύζω
mutter, moan

ShortDef

mutter, moan
suck

Debugging

Headword:
μύζω
Headword (normalized):
μύζω
Headword (normalized/stripped):
μυζω
IDX:
58133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58134
Key:

Data

{'content': 'mutter, moan'}