Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυδροκτύπος
μύδρος
μυδών
Μύδων
μύειος
μυελαυξής
μυέλινος
μυελόεις
μυελόθεν
μυελόομαι
μυελοποιός
μυελός
μυελοτρεφής
μυελώδης
μυέω
μυζάω
μύζησις
μυζητής
μύζουρις
μύζω
μύζω2
View word page
μυελοποιός
making marrow
ShortDef
making marrow
Debugging
Headword:
μυελοποιός
Headword (normalized):
μυελοποιός
Headword (normalized/stripped):
μυελοποιος
IDX:
58124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58125
Key:
Data
{'content': 'making marrow'}