Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυδροκτυπέω
μυδροκτύπος
μύδρος
μυδών
Μύδων
μύειος
μυελαυξής
μυέλινος
μυελόεις
μυελόθεν
μυελόομαι
μυελοποιός
μυελός
μυελοτρεφής
μυελώδης
μυέω
μυζάω
μύζησις
μυζητής
μύζουρις
μύζω
View word page
μυελόομαι
to be full of marrow

ShortDef

to be full of marrow

Debugging

Headword:
μυελόομαι
Headword (normalized):
μυελόομαι
Headword (normalized/stripped):
μυελοομαι
IDX:
58123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58124
Key:

Data

{'content': 'to be full of marrow'}