Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
View word page
ἀνακηκίω
to spout up, gush forth

ShortDef

to spout up, gush forth

Debugging

Headword:
ἀνακηκίω
Headword (normalized):
ἀνακηκίω
Headword (normalized/stripped):
ανακηκιω
IDX:
5811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5812
Key:

Data

{'content': 'to spout up, gush forth'}