Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
View word page
ἀνακεφαλαιωτικός
fit for summing up:

ShortDef

fit for summing up:

Debugging

Headword:
ἀνακεφαλαιωτικός
Headword (normalized):
ἀνακεφαλαιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ανακεφαλαιωτικος
IDX:
5810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5811
Key:

Data

{'content': 'fit for summing up:'}