Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
View word page
ἀνακεφαλαίωσις
a summary
ShortDef
a summary
Debugging
Headword:
ἀνακεφαλαίωσις
Headword (normalized):
ἀνακεφαλαίωσις
Headword (normalized/stripped):
ανακεφαλαιωσις
IDX:
5809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5810
Key:
Data
{'content': 'a summary'}