Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
μοχλόω
Μοψοπία
Μόψος
μύ
μυάγρα
μύαγρος
μύαξ
View word page
μοχλέω
they strove to heave

ShortDef

they strove to heave

Debugging

Headword:
μοχλέω
Headword (normalized):
μοχλέω
Headword (normalized/stripped):
μοχλεω
IDX:
58091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58092
Key:

Data

{'content': 'they strove to heave'}