Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
μοχλόω
Μοψοπία
Μόψος
μύ
μυάγρα
μύαγρος
View word page
μοχλεύω
to prise up, heave up

ShortDef

to prise up, heave up

Debugging

Headword:
μοχλεύω
Headword (normalized):
μοχλεύω
Headword (normalized/stripped):
μοχλευω
IDX:
58090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58091
Key:

Data

{'content': 'to prise up, heave up'}