Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
μοχλόω
Μοψοπία
Μόψος
μύ
μυάγρα
View word page
μοχλευτικός
of or by means of leverage
ShortDef
of or by means of leverage
Debugging
Headword:
μοχλευτικός
Headword (normalized):
μοχλευτικός
Headword (normalized/stripped):
μοχλευτικος
IDX:
58089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58090
Key:
Data
{'content': 'of or by means of leverage'}