Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
View word page
ἀνακεφαλαιόω
to sum up the argument

ShortDef

to sum up the argument

Debugging

Headword:
ἀνακεφαλαιόω
Headword (normalized):
ἀνακεφαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
ανακεφαλαιοω
IDX:
5808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5809
Key:

Data

{'content': 'to sum up the argument'}