Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
μοχλόω
Μοψοπία
Μόψος
μύ
View word page
μοχλευτής
one who heaves by a lever
ShortDef
one who heaves by a lever
Debugging
Headword:
μοχλευτής
Headword (normalized):
μοχλευτής
Headword (normalized/stripped):
μοχλευτης
IDX:
58088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58089
Key:
Data
{'content': 'one who heaves by a lever'}