Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
μοχλόω
View word page
μοχθώδης
laborious

ShortDef

laborious

Debugging

Headword:
μοχθώδης
Headword (normalized):
μοχθώδης
Headword (normalized/stripped):
μοχθωδης
IDX:
58085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58086
Key:

Data

{'content': 'laborious'}