Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
μοχλός
View word page
μοχθόω
weary

ShortDef

weary

Debugging

Headword:
μοχθόω
Headword (normalized):
μοχθόω
Headword (normalized/stripped):
μοχθοω
IDX:
58084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58085
Key:

Data

{'content': 'weary'}