Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλικός
μοχλοειδής
View word page
μόχθος
toil, hard work hardship, distress, trouble
ShortDef
toil, hard work hardship, distress, trouble
Debugging
Headword:
μόχθος
Headword (normalized):
μόχθος
Headword (normalized/stripped):
μοχθος
IDX:
58083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58084
Key:
Data
{'content': 'toil, hard work hardship, distress, trouble'}