Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μουσόω
μουστάκιον
μοῦστος
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
μοχλεύω
View word page
μοχθητέον
one must labour
ShortDef
one must labour
Debugging
Headword:
μοχθητέον
Headword (normalized):
μοχθητέον
Headword (normalized/stripped):
μοχθητεον
IDX:
58080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58081
Key:
Data
{'content': 'one must labour'}