Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μοῦστος
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
μοχλευτικός
View word page
μοχθηρός
suffering hardship, in sore distress, miserable, wretched

ShortDef

suffering hardship, in sore distress, miserable, wretched

Debugging

Headword:
μοχθηρός
Headword (normalized):
μοχθηρός
Headword (normalized/stripped):
μοχθηρος
IDX:
58079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58080
Key:

Data

{'content': 'suffering hardship, in sore distress, miserable, wretched'}