Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
View word page
ἀνακεφαλαιόομαι
sum up the argument

ShortDef

sum up the argument

Debugging

Headword:
ἀνακεφαλαιόομαι
Headword (normalized):
ἀνακεφαλαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακεφαλαιοομαι
IDX:
5807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5808
Key:

Data

{'content': 'sum up the argument'}