Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μοῦστος
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
μόχλευσις
μοχλευτής
View word page
μοχθηρόομαι
to be troublesome

ShortDef

to be troublesome

Debugging

Headword:
μοχθηρόομαι
Headword (normalized):
μοχθηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
μοχθηροομαι
IDX:
58078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58079
Key:

Data

{'content': 'to be troublesome'}