Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μοῦστος
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
μοχλεία
View word page
μόχθημα
toils, hardships
ShortDef
toils, hardships
Debugging
Headword:
μόχθημα
Headword (normalized):
μόχθημα
Headword (normalized/stripped):
μοχθημα
IDX:
58076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58077
Key:
Data
{'content': 'toils, hardships'}