Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μουσουργός
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
μουσοφίλητος
μουσοχαρής
μουσόω
μουστάκιον
μοῦστος
μουσῳδός
Μουτίνη
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρόομαι
μοχθηρός
μοχθητέον
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχθόω
μοχθώδης
View word page
μοχθέω
to be weary with toil, to be sore distressed

ShortDef

to be weary with toil, to be sore distressed

Debugging

Headword:
μοχθέω
Headword (normalized):
μοχθέω
Headword (normalized/stripped):
μοχθεω
IDX:
58075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58076
Key:

Data

{'content': 'to be weary with toil, to be sore distressed'}