Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
View word page
ἀνακεράννυμι
to mix up
ShortDef
to mix up
Debugging
Headword:
ἀνακεράννυμι
Headword (normalized):
ἀνακεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανακεραννυμι
IDX:
5805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5806
Key:
Data
{'content': 'to mix up'}