Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μουσομανέω
μουσομανής
μουσομανία
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
μουσόπλαστος
μουσόπνοος
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσόρρυτος
μουσοτέχνης
μουσοτραφής
μουσουργία
μουσουργικός
μουσουργός
μουσόφθαρτος
μουσοφιλής
View word page
μουσοποιός
making poetry, a poet, poetess

ShortDef

making poetry, a poet, poetess

Debugging

Headword:
μουσοποιός
Headword (normalized):
μουσοποιός
Headword (normalized/stripped):
μουσοποιος
IDX:
58057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58058
Key:

Data

{'content': 'making poetry, a poet, poetess'}