Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μουσοκόλαξ
μουσοληπτέομαι
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομανία
μουσόμαντις
μουσομήτωρ
μουσοπαλαιολύμας
μουσοπάτακτος
μουσόπλαστος
μουσόπνοος
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσόρρυτος
μουσοτέχνης
μουσοτραφής
μουσουργία
μουσουργικός
View word page
μουσόπλαστος
ornamented

ShortDef

ornamented

Debugging

Headword:
μουσόπλαστος
Headword (normalized):
μουσόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
μουσοπλαστος
IDX:
58054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58055
Key:

Data

{'content': 'ornamented'}