Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηκίω
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
View word page
ἀνακέομαι
repair

ShortDef

repair

Debugging

Headword:
ἀνακέομαι
Headword (normalized):
ἀνακέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακεομαι
IDX:
5803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5804
Key:

Data

{'content': 'repair'}