Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
View word page
ἀνακεκαλυμμένως
openly

ShortDef

openly

Debugging

Headword:
ἀνακεκαλυμμένως
Headword (normalized):
ἀνακεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
ανακεκαλυμμενως
IDX:
5800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5801
Key:

Data

{'content': 'openly'}