Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότημα
Μοτίλος
μοτός
μοτοφυλάκιον
μοτόω
μοτρογένειος
μοτώ
μοτώδης
μότωμα
μότωσις
μουγκρίζω
μουία
Μουκία
Μουκιανός
Μούκιος
μούλη
Μούλιος
View word page
μοτώ
cinnamon
ShortDef
cinnamon
Debugging
Headword:
μοτώ
Headword (normalized):
μοτώ
Headword (normalized/stripped):
μοτω
IDX:
58001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58002
Key:
Data
{'content': 'cinnamon'}