Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαιόω
ἀνακεφαλαίωσις
View word page
ἀνακείρω
shear

ShortDef

shear

Debugging

Headword:
ἀνακείρω
Headword (normalized):
ἀνακείρω
Headword (normalized/stripped):
ανακειρω
IDX:
5799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5800
Key:

Data

{'content': 'shear'}