Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀββα
ΑΒΓ
ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
Ἄβελος
ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
View word page
ἀβδέλυκτος
not to be abominated

ShortDef

not to be abominated

Debugging

Headword:
ἀβδέλυκτος
Headword (normalized):
ἀβδέλυκτος
Headword (normalized/stripped):
αβδελυκτος
IDX:
57
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58
Key:

Data

{'content': 'not to be abominated'}