Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότημα
Μοτίλος
μοτός
μοτοφυλάκιον
μοτόω
μοτρογένειος
μοτώ
View word page
μοσχοτόμος
slaughtering calves

ShortDef

slaughtering calves

Debugging

Headword:
μοσχοτόμος
Headword (normalized):
μοσχοτόμος
Headword (normalized/stripped):
μοσχοτομος
IDX:
57991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57992
Key:

Data

{'content': 'slaughtering calves'}